αριώνω
Смотреть что такое "αριώνω" в других словарях:
αριώνω — βλ. αραιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριώνω — βλ. αραιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)